- στράγγιση
- στράγγιση, η και στράγγισμα, το1. αφαίρεση υγρού.2. διύλιση, σούρωμα.3. καταπόνηση, εξάντληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στράγγιση — Σύνολο έργων με τα οποία προκαλείται η απομάκρυνση του νερού από τα εδάφη όπου αυτά πλεονάζουν. Οι σ. γίνονται για να δοθούν μεγάλες εκτάσεις στη γεωργία ή σε άλλες ειδικές χρήσεις, ή ακόμα και για να προκαλέσει τη στήριξη των εδαφών με χαμηλό… … Dictionary of Greek
ηθητήριος — α, ο (Α ἠθητήριος, ον) [ηθητήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στη διήθηση, στη στράγγιση, στο σούρωμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθητήριον ο ηθητήρας, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι («ἐν ἠθητηρίοις πλεκτοῑς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ρακλέτ — το, Ν (τροφ. τεχνολ.) άκλ. γενική ονομασία τυριών λιπαρών που παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, η στράγγιση τού οποίου έχει γίνει με συμπίεση και θέρμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raclette < racler «λειαίνω, ξύνω»] … Dictionary of Greek
αετορροφίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, που λέγεται επίσης και κολομπίνα. Τα φυτά του είδους αυτού είναι περίπου 50, όλα ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά πολυετή, ποώδη, με… … Dictionary of Greek